Λίγες ώρες πριν ο δικαστής στην τελευταία δίκη του Μιχαήλ Χοντορκόφσκι απαγγείλει άλλη μια ετυμηγορία ενοχής, ο γνωστότερος πολιτικός κρατούμενος της Ρωσίας δεχόταν ήδη επιθέσεις στον κυβερνοχώρο.Όχι, δεν επρόκειτο για λογοκρισία της ιστοσελίδας του Χοντορκόφσκι, που για πολλούς Ρώσους αποτελούσε την κύρια πηγή ενημέρωσης για τη δίκη. Η ιστοσελίδα δεχόταν τις λεγόμενες «επιθέσεις άρνησης πρόσβασης». Οι επισκέπτες λάμβαναν στον υπολογιστή τους το μήνυμα ότι «η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη».
Τέτοιου είδους επιθέσεις είναι ένα όλο και πιο δημοφιλές εργαλείο για την τιμωρία των αντιπάλων, όπως έδειξε και η πρόσφατη ηλεκτρονική εκστρατεία εναντίον αμερικανικών εταιρειών όπως η Amazon και η PayPal για τη στάση τους στην υπόθεση Wikileaks. Είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν οι δράστες. Πολλές «επιθέσεις άρνησης πρόσβασης» δεν δημοσιοποιούνται καν, καθώς συγχέονται εύκολα με περιπτώσεις όπου μια ιστοσελίδα δέχεται τεράστιο αριθμό επισκέψεων. Και οι αντιδράσεις που προκαλούν είναι πολύ μικρές σε σχέση με τυχόν προσπάθεια της κυβέρνησης να λογοκρίνει το Διαδίκτυο.
Στο παρελθόν, τα καταπιεστικά καθεστώτα προσπαθούσαν να εμποδίσουν τους διαφωνούντες να διαδώσουν απαγορευμένες ιδέες. Η Κίνα ήταν ιδιαίτερα εφευρετική στους μηχανισμούς που χρησιμοποιούσε, ενώ και η Τυνησία και η Σαουδική Αραβία δεν πήγαιναν πίσω. Οι υποστηρικτές του Κρεμλίνου που επιτέθηκαν όμως εναντίον της ιστοσελίδας του Χοντορκόφσκι ίσως να αποκαλύπτουν περισσότερα για το μέλλον του ελέγχου του Διαδικτύου απ’ό,τι η προσπάθεια της Κίνας να προσαρμόσει την παραδοσιακή λογοκρισία στη νέα τεχνολογία.
Ο Εβγένι Μοροζόφ, επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και συγγραφέας του βιβλίου «Η ψευδαίσθηση του Διαδικτύου: η σκοτεινή πλευρά της Ελευθερίας του Internet», αποκαλεί το ρωσικό μοντέλο «κοινωνικό έλεγχο». Με βάση αυτό το μοντέλο, δεν χρειάζεται επίσημη, άμεση λογοκρισία. Στρατιές φιλοκυβερνητικών ακτιβιστών παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους και επιτίθενται εναντίον ιστοσελίδων που δεν τους αρέσουν, καθιστώντας αδύνατη την πρόσβαση σ’αυτές ακόμη και για πολίτες που ζουν σε χώρες όπου δεν ασκείται λογοκρισία στο Διαδίκτυο.
Το Κρεμλίνο εκμεταλλεύεται επίσης το Internet για να διασπείρει την προπαγάνδα του και να ενισχύσει τη δημοτικότητα της κυβέρνησης. Μερικές φορές τα αποτελέσματα είναι κωμικά. Το περασμένο καλοκαίρι, για παράδειγμα, ο Βλαντίμιρ Πούτιν διέταξε να εγκατασταθούν Web cameras για να παρακολουθούν την πρόοδο στην κατασκευή κατοικιών για τα θύματα των καταστροφικών πυρκαγιών. Λίγοι ήταν οι δημοσιογράφοι που αναρωτήθηκαν κατά πόσον τα θύματα είχαν ηλεκτρονικούς υπολογιστές για να παρακολουθήσουν την πρόοδο των εργασιών (δεν είχαν).
Οι υπηρεσίες ασφαλείας και η αστυνομία αποκομίζουν επίσης οφέλη από την ψηφιακή παρακολούθηση, αφού αποσπούν πληροφορίες και παρακολουθούν το κλίμα στην κοινωνία.
Το ίδιο το Κρεμλίνο ασκεί μικρή επίσημη λογοκρισία, προτιμώντας τον κοινωνικό έλεγχο από τους τεχνολογικούς περιορισμούς. Υπάρχει μια λογική σ’αυτό, γράφει ο Μοροζόφ σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στη Χέραλντ Τρίμπιουν. Η ευθεία λογοκρισία πλήττει την εικόνα του στο εξωτερικό. Οι ηλεκτρονικές επιθέσεις είναι πολύ αόριστες για να χρησιμοποιηθούν από έναν ξένο δημοσιογράφο που γράφει για την κατάσταση των μέσων ενημέρωσης στη Ρωσία.
Οι δρακόντειες προσπάθειες της Κίνας να λογοκρίνει το Διαδίκτυο υπακούουν στην ίδια λογική με την αυστηρή λογοκρισία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων που ασκούσαν οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Τότε, ήταν δυνατό να ανακοπεί η ροή ξένων ιδέων με την παρεμβολή παρασίτων σε δυτικές εκπομπές. Με το Internet αυτό δεν μπορεί να συμβεί.
Ετσι, η Κίνα έχει αρχίσει με τη σειρά της να υιοθετεί πολλά από τα μέτρα που εφαρμόζει η Ρωσία. Η ιστοσελίδα της Νορβηγικής Επιτροπής του Νόμπελ δέχθηκε επανειλημμένες ηλεκτρονικές επιθέσεις μετά την απόφασή της να απονείμει το Νόμπελ Ειρήνης του 2010 στον κρατούμενο διαφωνούντα Λιου Σιαομπό. Πολλοί κινέζοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι παρακολουθούν αυτόν τον καιρό σεμινάρια με στόχο τη διαμόρφωση και όχι τη λογοκρισία της κοινής γνώμης.
Οι αμερικανοί διπλωμάτες έχουν επίγνωση των αυξανόμενων προσπαθειών των αυταρχικών καθεστώτων να ασκήσουν ένα νέο είδος λογοκρισίας. Μέχρι τώρα, οι προσπάθειες της Ουάσινγκτον έχουν στόχο τον περιορισμό της ζημιάς που προκαλεί ο τεχνολογικός έλεγχος. Το ίδιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ βράβευσε όμως πρόσφατα τη Cisco, μια εταιρεία που έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην οικοδόμηση του «τοίχου προστασίας» της Κίνας…
(Πηγή: International Herald Tribune)