Διαπιστώθηκε κακοδιαχείρηση
Σωρεία παραβάσεων, οικονομικών ατασθαλιών και μεγάλη κακοδιαχείρηση εντοπίζει το πόρισμα του Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης για την εκτέλεση του διαφημιστικού προγράμματος του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού τα έτη 2008 - 2009.
Το πόρισμα που αφορούσε στη νομιμότητα των διαδικασιών ανάθεσης έργων και προμηθειών για την εκτέλεση του διαφημιστικού προγράμματος του ΕΟΤ και την προβολή του Ελληνικού Τουρισμού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαβιβάστηκε ήδη στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών για την ποινική διερεύνηση της υπόθεσης, στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τον καταλογισμό των ποσών που ζημιώθηκε ο οργανισμός στους υπόλογους, ενώ κατόπιν εντολής του υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού η Διοίκηση του ΕΟΤ διέταξε τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης προκειμένου να εξακριβωθούν οι συγκεκριμένες ευθύνες που φέρουν υπάλληλοι και στελέχη του οργανισμού.
Από τον έλεγχο αυτό διαπιστώθηκε ότι κατά την τελευταία τριετία ο Οργανισμός αποφάσισε την πραγματοποίηση διαφημιστικών ενεργειών που υπερβαίνουν κατά 76.387.188 ευρώ τις εγκεκριμένες για το σκοπό αυτό πιστώσεις των αντίστοιχων ετών (του τακτικού προϋπολογισμού και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.)
Κατά την ελεγχθείσα διετία, οι διαφημιστικές ενέργειες του Οργανισμού υλοποιήθηκαν χωρίς προηγουμένως να έχει καταρτισθεί ένα ενιαίο εγκεκριμένο Διαφημιστικό Πρόγραμμα, στο οποίο να προσδιορίζονται οι αγορές – στόχοι, τα μέσα προβολής με τα αντίστοιχα ποσοστά συμμετοχής στις συνολικές δαπάνες ανά χώρα, μετά από μελέτη αξιόπιστων στατιστικών δεδομένων αναφορικά με τις απαιτήσεις της κάθε αγοράς και της αποτελεσματικότητας αντίστοιχων προηγούμενων ενεργειών. Αντίθετα, οι διαφημιστικές ενέργειες υπήρξαν αποσπασματικές, αφού οι σχετικές αποφάσεις φαίνεται να λαμβάνονταν με αφορμή προτάσεις ενδιαφερομένων για παροχή διαφημιστικών υπηρεσιών.
Για την ανάθεση των διαφημιστικών ενεργειών, ο ΕΟΤ προέβαινε κυρίως στην απευθείας ανάθεση ή στην ανάθεση κατόπιν διαπραγμάτευσης χωρίς τη δημοσίευση πρόσκλησης, και χωρίς να ελέγχει εάν πράγματι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Οι απευθείας αναθέσεις των εκτάκτων διαφημιστικών ενεργειών, που αποτελούσαν σχεδόν τον κανόνα, πραγματοποιήθηκαν με διαδικασίες που δεν μπορούν να εγγυηθούν τη διαφάνεια. Η ανάθεση παροχής υπηρεσιών διαφήμισης σε κάποιες περιπτώσεις, πραγματοποιήθηκε χωρίς προηγούμενη εγκριτική απόφαση των αρμοδίων οργάνων, κατά παράβαση των διατάξεων περί δημοσίου λογιστικού και του Οικονομικού Κανονισμού του ΕΟΤ.
Η διαδικασία σύναψης των συμβάσεων υπήρξε στην πλειονότητα των περιπτώσεων που εξετάσθηκαν, μη σύννομη. Η σύνταξη και υπογραφή τους γινόταν μετά την ολοκλήρωση και παραλαβή του συμβατικού αντικειμένου. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, η Υπηρεσία υιοθέτησε την πρακτική της προχρονολόγησης των συμβάσεων για λόγους νομιμοφάνειας.Η συγκεκριμένη πρακτική συνιστά ευθεία παράβαση του νόμου, η οποία σε συνδυασμό με το ελλειμματικό περιεχόμενο των διοικητικών πράξεων που προηγούνταν είχε ως αποτέλεσμα να μη διασφαλίζονται τα συμφέροντα του Οργανισμού. Η καλή εκτέλεση των ανατιθέμενων υπηρεσιών εναπόκειτο στην καλή πίστη του εκάστοτε αντισυμβαλλομένου και όχι στη συμβατική θωράκιση του Οργανισμού.
Ελλειμματική άλλωστε υπήρξε η διασφάλιση των συμφερόντων του Οργανισμού και μέσω των συντασσόμενων συμβάσεων, αφού σε πολλές περιπτώσεις δεν συμπεριλαμβάνονταν οι απαιτούμενοι όροι και ρήτρες που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία ( όπως, η υποβολή εγγυητικών επιστολών για την καλή εκτέλεση της σύμβασης, ποινικές ρήτρες για καθυστερήσεις ή μη εκπλήρωση συμβατικών όρων, η πρόβλεψη περί δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων ή η άνευ συνεπειών για τον ΕΟΤ λύση της σύμβασης για λόγους διακοπής της χρηματοδότησης της ενέργειας από το Ελληνικό Δημόσιο κ.α.)
Παρά το μη σύννομο πολλών ενεργειών, η Υπηρεσία, δεν διατύπωνε αντιρρήσεις ή σχετικές επιφυλάξεις κατά την εισήγηση των σχετικών ενεργειών στο αρμόδιο αποφασιστικό όργανο ή τη σύνταξη των σχεδίων των διοικητικών πράξεων.
Από περιπτώσεις του δείγματος που εξετάσθηκε, συνάγεται ότι κατά των επιλογή της διαφημιστικής ενέργειας και επομένως του αναδόχου, η Υπηρεσία δεν εξέταζε εάν αυτός πληροί τις προϋποθέσεις, που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως για παράδειγμα για την προβολή του ΕΟΤ, για την οποία επιπρόσθετα δεν καταβάλλονταν τα προβλεπόμενα τέλη στον οικείο Δήμο. Επιπλέον κατά παράβαση των διατάξεων του Π.Δ. 261/1997, η Υπηρεσία δεν απαιτούσε πιστοποιητικό εγγραφής των αναδόχων στο Μητρώο Διαφημιστικών του Δημοσίου και στο μητρώο που τηρείται στο Τμήμα Ελέγχου διαφάνειας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ).
TA NEA