e-mail: dealnewsonline@gmail.com

powered by Agones.gr (livescore)

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Ανερχόμενη η αγορά βιολογικών προϊόντων

Από τα ράφια των σούπερ μάρκετ μέχρι τις λαϊκές αγορές και τους «πράσινους» ξενώνες, τα προϊόντα με οικολογική ετικέτα κερδίζουν διαρκώς πόντους, καθώς όλο και περισσότεροι καταναλωτές τα προτιμούν, παρά το γεγονός ότι είναι ακριβότερα από τα συμβατικά.


Έτσι, οι Έλληνες καταναλωτές, παρότι -λόγω οικονομικής κρίσης- έχουν περιορίσει τα έξοδά τους και στο σούπερ μάρκετ, δείχνουν σταθερή προτίμηση στην κατανάλωση ποιοτικών τροφίμων, δεδομένης της ανησυχίας για το αν αυτό που τρώμε, είναι πραγματικά ασφαλές, της διάθεσης αναζήτησης της γεύσης και της ποιότητας, όσο και της επιθυμίας και ανάγκης να διατηρηθεί καθαρό το περιβάλλον.

Είναι, όμως, πράγματι πιο υγιεινά και θρεπτικά, τα προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας; Πόσο αποτελεσματικοί είναι οι έλεγχοι για την αυθεντικότητά τους; Και για ποιο λόγο παραμένουν πιο ακριβά από τα συμβατικά προϊόντα;

Βιολογικά προϊόντα ονομάζονται τα προϊόντα εκείνα, που προέρχονται από βιολογική καλλιέργεια ή εκτροφή ζώων, δηλαδή από διαδικασίες που ακολουθούν τη φυσική πορεία παραγωγής χωρίς παρεμβάσεις με τη χρήση φυτοφαρμάκων ή άλλων χημικών ουσιών. Με πλούσια και φυσική γεύση, τα βιολογικά προϊόντα διακρίνονται για την υψηλή περιεκτικότητά τους σε φυσικές βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, ενώ τα θρεπτικά συστατικά τους, μεταβολίζονται και απορροφώνται καλύτερα από τον οργανισμό.


Η βιολογική καλλιέργεια είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα παραγωγής και διαχείρισης αγροτικών προϊόντων, που προστατεύει το περιβάλλον σε όλα τα στάδια διαχείρισης του οικοσυστήματος, προστατεύοντας ταυτόχρονα την υγεία των καταναλωτών. Για να χαρακτηριστεί βιολογικό ένα προϊόν, πρέπει να πληρεί πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις σε όλα τα στάδια της παραγωγής.

Στη βιολογική καλλιέργεια δεν επιτρέπεται η χρήση χημικών φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων, εντομοκτόνων, μυκητοκτόνων κ.α. Στη μεταποίηση βιολογικών προϊόντων δεν επιτρέπεται η χρήση ενισχυτικών γεύσης, συντηρητικών και χρωστικών ουσιών, που προέρχονται από χημική διεργασία, αλλά χρησιμοποιούνται φυσικές ουσίες.


Στην ζωική εκτροφή δεν επιτρέπεται η χρήση ορμονών και αντιβιοτικών, ενώ οι ζωοτροφές υποχρεωτικά πρέπει να προέρχονται από βιολογικές καλλιέργειες. Εξυπακούεται ότι δεν επιτρέπεται και η χρήση μεταλλαγμένων ουσιών σε κάθε είδους βιολογική παραγωγή. Άλλωστε, ο συνεχής έλεγχος αυτών των σταδίων αποτελεί και τον βασικό λόγο για την αυξημένη διατροφική ασφάλεια, που προσφέρει το τελικό προϊόν, το οποίο καταλήγει στο τραπέζι.

Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται έντεκα οργανισμοί ελέγχου και πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων, οι οποίοι ακολουθούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η αξιοπιστία των βιολογικών προϊόντων στηρίζεται σε ένα αυστηρό σύστημα ελέγχου και πιστοποίησης, που περιγράφεται στον νόμο 2092/91 και 1804/99 της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε βιοκαλλιεργητής είναι υποχρεωμένος να τον εφαρμόζει.

Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, ένας παραγωγός ελέγχεται σε όλα τα στάδια της παραγωγής έως και την διάθεση της. Γεωπόνοι διενεργούν ελέγχους στα κτήματα, ενώ ειδικές αναλύσεις κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας, της συγκομιδής και της τυποποίησης, πιστοποιούν ότι τηρούνται οι απαραίτητοι κανόνες.


Για να χαρακτηριστεί ένα προϊόν βιολογικό, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα βιολογικής καλλιέργειας τουλάχιστον για τρία χρόνια και να φέρει την κατάλληλη σήμανση στη συσκευασία του, δηλαδή το όνομα του οργανισμού και τον κωδικό πιστοποίησης του. Φυσικά, στη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία απαγορεύεται η χρήση γενετικά τροποποιημένων υλικών.


Στην Ελλάδα, με τα προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας ασχολούνται 23.665 παραγωγοί, 1.541 μεταποιητές και έντεκα εισαγωγείς.


Συνολικά, η έκταση της ελληνικής γης, στην οποία αναπτύσσονται δράσεις βιολογικής παραγωγής ανέρχεται σε 3,231 εκατ. στρέμματα, εκ των οποίων 1,556 εκατ. στεμ. είναι βοσκότοποι.


Σύμφωνα με την καταγραφή του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 2009 τα ζώα βιολογικής παραγωγής ήταν βοοειδή 28.618, πρόβατα 499.000, αίγες 309.060, χοίροι 54.631, πουλερικά 266.182 και μέλισσες 14.302.

Η Ελλάδα, αν και τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην κατανάλωση βιολογικών προϊόντων, υστερεί κατά πολύ καθώς σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, στη χώρα ο μέσος όρος κατανάλωσης είναι 5,4 ευρώ κατά κεφαλήν, όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης των 15 είναι 36 ευρώ, ενώ σε Γερμανία, Αυστρία και Δανία το ποσό κατανάλωσης κατά κεφαλήν φτάνει τα 80 ευρώ.

Αυτό δείχνει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές δυνατότητες ανάπτυξης της αγοράς.

Εξάλλου, η αύξηση της κατανάλωσης βιολογικών προϊόντων τα τελευταία χρόνια έχει μικρύνει την ψαλίδα των τιμών βιολογικών, αλλά και συμβατικών προϊόντων. Έτσι, η αγορά βιολογικών προϊόντων το 2009 αυξήθηκε κατά 6%, ενώ τα προηγούμενα χρόνια η αύξηση έφτανε το 25%.

Η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης οφείλεται στην οικονομική κρίση, αλλά και στο γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια οι ρυθμοί ανάπτυξης «κάλπαζαν» στο 25 με 30% ετησίως.


Σημαντική είναι και η παρουσία των λαϊκών αγορών βιολογικών προϊόντων, θεσμός που στην Ελλάδα είναι πολύ πετυχημένος, καθώς εκεί βρίσκει ο καταναλωτής φρέσκα προϊόντα σε καλές τιμές.

Ωστόσο, η αγορά βιολογικών προϊόντων είναι σε πολύ αρχικό στάδιο και υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης.


Μεγάλα είναι τα περιθώρια ανάπτυξης, τόσο στον πρωτογενή τομέα, όσο και στη μεταποίηση, καθώς μόνον ποσοστό 30% των βιολογικών προϊόντων, που καταναλώνονται στην Ελλάδα, παράγονται και στα εδάφη της, κι αυτά είναι κυρίως φρούτα και λαχανικά. Το υπόλοιπο 70% εισάγεται, καθώς ο δευτερογενής τομέας στην Ελλάδα δεν είναι τόσο αναπτυγμένος.


Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η υπεύθυνη διαχείρισης ποιότητας της Biohellas, Μαρία Κορνάρου, σημειώνει ότι «στη χώρα μας υπάρχουν ζώνες βιολογικής καλλιέργειας και τηρούνται οι προβλεπόμενες αποστάσεις από τις συμβατικές καλλιέργειες» και προθέτει ότι «αν στην περιοχή υπάρχει ρυάκι, ή ποτάμι, τότε αυτή θεωρείται ζώνη βιολογικής καλλιέργειας, εκτός αν προκύψει πρόβλημα μόλυνσης των υδάτων, οπότε γίνονται ειδικοί έλεγχοι. Ειδικά συνεργεία διενεργούν μία φορά τον χρόνο ελέγχους στις καλλιέργειες». Καταλήγει πως από τις εταιρίες πιστοποίησης δεν υπάρχει καμία ανοχή.

Ο γενικός διευθυντής της ΔΗΩ, Σπύρος Σγούρος, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει στασιμότητα στις βιολογικές καλλιέργειες και εκφράζει την εκτίμηση ότι από το 2010 και μετά, θα παρατηρείται μείωση των παραγωγών, που ασχολούνται με τις βιολογικές καλλιέργειες. Εξηγεί ότι «αυτό οφείλεται στο ότι από το 2006 και μετά κανένα πρόγραμμα επιδότησης δεν έχει "τρέξει" για την ενίσχυση της βιολογικής παραγωγής, οπότε πολλοί παραγωγοί θα εγκαταλείψουν τις βιολογικές καλλιέργειες, ενώ δεν υπάρχει ενδιαφέρον από νέους καλλιεργητές να ασχοληθούν. Πρέπει οι καλλιεργητές βιολογικών προϊόντων να ενταχθούν σε προγράμματα επιδοτήσεων, ώστε να αυξηθεί και η ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τα προϊόντα που παράγονται στο εξωτερικό».

Πάντως, είναι καθησυχαστικός σε ό,τι αφορά τους παραβάτες, λέγοντας ότι μόνον ένα ποσοστό 2 με 3% αυτών που συμμετέχουν στα προγράμματα βιολογικής καλλιέργειας παραβαίνουν τους κανονισμούς και σημειώνοντας ότι, πολλές φορές, οι παραβάσεις γίνονται εξαιτίας της άγνοιας και της έλλειψης εξειδικευμένων γεωπόνων.


«Να γίνει σοβαρή ενημέρωση και εκπαίδευση των αγροτών, καθώς καλούνται να κάνουν βιολογικές καλλιέργειες χωρίς να γνωρίζουν τι είναι αυτό και πώς γίνεται», τονίζει και προσθέτει ότι πρέπει να ενταχθούν μαθήματα βιολογικής καλλιέργειας στα πανεπιστήμια, ώστε οι γεωπόνοι να γνωρίζουν το αντικείμενο και να μπορούν να βοηθήσουν πραγματικά τους αγρότες.


Λέει, τέλος, ότι «τα βιολογικά προϊόντα πρέπει να μπουν στα νοσοκομεία και τα σχολεία. Επειδή ποιοτικά είναι καλύτερα προϊόντα, αλλά και για να τα γνωρίσει ο κόσμος και να μεγαλώσει η αγορά».

Μία από τις εταιρίες, που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και εισαγωγή βιολογικών προϊόντων είναι και η ελληνική εταιρία TerraNostrum.


Όπως τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο εκπρόσωπος της εταιρίας Απόστολος Σπυρόπουλος «η αγορά των βιολογικών προϊόντων δεν είναι μόδα, αλλά ανάγκη μερίδας ανθρώπων που έχει διαφορετικές ανησυχίες και ψάχνουν τα προϊόντα διατροφής τους. Έτσι, η αγορά των βιολογικών προϊόντων απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο κοινό, σε αυτό που θα ξοδέψει κάτι παραπάνω για μια καλύτερη ποιότητα στη διατροφή του».


Αναφερόμενος στους ρυθμούς ανάπτυξης της αγοράς βιολογικών προϊόντων, ο κ. Σπυρόπουλος λέει ότι «η κρίση αποτρέπει τον κόσμο από το να πληρώσει κάτι παραπάνω, ακόμη και για τη διατροφή του, έτσι, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης της αγοράς βιολογικών προϊόντων κάλπαζε τα τελευταία χρόνια, φέτος βλέπουμε στασιμότητα με μία μικρή ανοδική τάση», προσθέτοντας ότι η βιολογική αγορά είναι ανερχόμενη αγορά. «Είναι απαιτητική αγορά, αλλά όχι φθίνουσα, υπάρχει μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης και αυτό θα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όσο τα διάφορα διατροφικά σκάνδαλα θα είναι πιο συχνά», σημειώνει.

Αναφερόμενος στους οργανισμούς ελέγχου και πιστοποίησης, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, τονίζει πως «είναι δυσκίνητες και πολλές φορές δεν είναι τόσο αυστηρές όσο θα έπρεπε».

ΑΠΕ-ΜΠΕ