Αλλαγές στο συνταξιοδοτικό του δημοσίου, το οποιο προσαρμόζεται πλέον στο ασφαλιστικό καθεστώς του ιδιωτικού τομέα, προβλεπουν οι νέες ρυθμισεις του πολυνομοσχεδίου του υπουργείου οικονομικών.
Έτσι όσοι ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά και θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1.1.2013 και μετά, θα λαμβάνουν σύνταξη με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους υπό την προϋπόθεση ότι έχουν συμπληρώσει 40 ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.
Επίσης, σε όσους έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά, επεκτείνονται οι ευνοϊκές διατάξεις που ισχύουν για τους βαριά αναπήρους (τυφλοί, τετραπληγικοί, νεφροπαθείς κ.λ.π) και οι οποίες προβλέπουν τη δυνατότητα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 15 ετών υπηρεσίας, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, ενώ ο υπολογισμός της σύνταξής τους θα γίνεται με βάση τα 35 έτη υπηρεσίας.
Το καθεστώς της συνταξιοδότησης των διαζευγμένων, εξομοιώνεται με το αντίστοιχο του ιδιωτικού τομέα και καθίστανται ευνοϊκότεροι οι όροι χορήγησης της σύνταξης από τους φορείς κύριας ασφάλισης και το Δημόσιο.
Με τις αλλαγές αυτές, οι διαζευγμένοι θα μπορούν να λάβουν πλην της κύριας και επικουρική σύνταξη, λόγω θανάτου των πρώην συζύγων τους, ενώ δεν απαιτείται πλέον 15ετής διάρκεια του έγγαμου βίου αλλά 10ετής , μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Αυξάνεται το προβλεπόμενο όριο εισοδήματος που μπορεί να πάρει ο διαζευγμένος, λόγω θανάτου του πρώην συζύγου το οποίο δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού των ετήσιων συντάξεων που καταβάλλονται από τον Ο.Γ.Α. στους ανασφάλιστους υπερήλικες.
Ακόμη, διαφοροποιείται το ποσοστό της σύνταξης που λαμβάνει ο διαζευγμένος, και τα ποσοστά σύνταξης κλιμακώνονται ανάλογα με τη διάρκεια του έγγαμου βίου. Σήμερα, ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 70% της σύνταξης λόγο θανάτου και ο διαζευγμένος το 30%. Σε περίπτωση που ο έγγαμος βίος είχε διαρκέσει 25 έτη και άνω, το δικαιούμενα ποσοστά καθορίζονται σε 60% και 40% αντίστοιχα. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, εφόσον ο γάμος έχει διαρκέσει 10 έτη, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 75% της σύνταξης θανάτου και ο διαζευγμένος το 25%. Για κάθε επιπλέον έτος έγγαμου βίου το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο επιζών σύζυγος, μειώνεται κατά 1%, ενώ αυξάνεται αντίστοιχα το ποσοστό που δικαιούται ο διαζευγμένος. Έτσι, εάν για παράδειγμα, ο έγγαμος βίος έχει διαρκέσει 28 έτη, ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 57% της σύνταξης θανάτου και ο διαζευγμένος το 43%. Σε περίπτωση που ο έγγαμος βίος έχει διαρκέσει πέραν των 35 ετών, το δικαιούμενο ποσοστό επιμερίζεται κατά 50% στον επιζώντα σύζυγο και 50% στον διαζευγμένο. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιζών σύζυγος ο διαζευγμένος δικαιούται τα ίδια ποσοστά.
Μειώνεται η σύνταξη που δικαιούται ο επιζών σύζυγος, με την εισαγωγή των παραμέτρων της διαφοράς ηλικίας μεταξύ των συζύγων και της διάρκειας του εγγάμου βίου τους.
Οι άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, ασφαλισμένων του Δημοσίου, η καταβολή της σύνταξης των οποίων αναστέλλεται, διατηρούν την υγειονομική περίθαλψη του Δημοσίου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν δικαίωμα υγειονομικής περίθαλψης από άλλο φορέα και εφόσον καταβάλλουν οι ίδιες τις σχετικές κρατήσεις.
Για τους στρατιωτικούς, γίνεται σταδιακά και σε βάθος 5ετίας η αύξηση από 18 ή 20 κατά περίπτωση, σε 25, τα έτη υπηρεσίας μετά τη συμπλήρωση των οποίων, μπορούσε να διπλασιαστεί ο χρόνος υπηρεσίας των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, που τελούν σε κατάσταση πτητικής ή καταδυτικής ενέργειας κ.λ.π.
Ορίζεται ότι κατ’ εξαίρεση στην περίπτωση που η σύνταξη προσαυξάνεται με πτητικά κ.λ.π. εξάμηνα, το ποσό της μηνιαίας σύνταξης μπορεί να υπερβαίνει το μηνιαίο συντάξιμο μισθό.
Επεκτείνεται και στους στρατιωτικούς οι οποίοι έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά, η δυνατότητα να αναγνωρίζουν με την καταβολή των προβλεπομένων ασφαλιστικών εισφορών, τον ελάχιστο χρόνο σπουδών για την απόκτηση πτυχίου Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος.
Ακόμη, οι στρατιωτικοί που έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά, και είναι ασφαλισμένοι υποχρεωτικά, λόγω της ιδιότητάς τους, στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Μηχανικοί, γιατροί κ.λπ.), μπορούν να ασφαλίζονται και στο Δημόσιο κατόπιν επιλογής τους.
Επίσης, καταργούνται οι διατάξεις με τις οποίες προβλεπόταν η αναστολή της σύνταξης των γιατρών Ε.Σ.Υ. εφόσον αυτοί μετά τη συνταξιοδότησή τους ασκούν το επάγγελμα του γιατρού. Οι διατάξεις αυτές είχαν κριθεί αντισυνταγματικές από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Τι ισχύει για όσους μετατάσσονται
Οι υπάλληλοι κρατικών Ν.Π.Ι.Δ. και δημοσίων επιχειρήσεων ή άλλων επιχειρήσεων τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος, καθώς και σε υπαλλήλους λοιπών Ν.Π.Ι.Δ. που μετατάσσονται ή μεταφέρονται ή εντάσσονται σε φορείς που διέπονται από διαφορετικό ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς από αυτό στο οποίο υπάγονταν μέχρι τη μετάταξη, τη μεταφορά ή την ένταξή τους, μπορούν να διατηρήσουν, κατόπιν επιλογής τους, το ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που είχαν στον φορέα από τον οποίο προέρχονται.
Ειδικότερα για το πλεονάζον προσωπικό του ΟΣΕ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ καθώς και των εταιριών ΕΘΕΛ, ΗΛΠΑΠ, ΑΜΕΛ, ΗΣΑΠ και ΤΡΑΜ που μεταφέρεται ή μετατάσσεται προβλέπεται, ότι εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης στο οποίο υπαγόταν πριν από μεταφορά ή τη μετάταξή του.
Εναρμονίζονται τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης με εκείνα του ιδιωτικού τομέα για όσους έχουν συμπληρώσει κατά την 31-12-2010 15ετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και το 65ο έτος της ηλικίας και προκειμένου για γυναίκες υπαλλήλους το 60ο έτος.Ήδη με τις διατάξεις του νέου ασφαλιστικού νόμου, το όριο ηλικίας των γυναικών υπαλλήλων (το 60ο ), έχει αυξηθεί από 1-1-2011 στο 65ο.
Ορίζεται ότι το ποσό της σύνταξής ή το άθροισμα των ακαθάριστων ποσών συντάξεων συνταξιούχων του Δημοσίου που λαμβάνουν και άλλη σύνταξη από το Δημόσιο ή από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου με 35 χρόνια υπηρεσίας. Το ίδιο ισχύει και για τους δικαστικούς λειτουργούς, όπως οι αποδοχές αυτές ισχύουν σήμερα.
nooz.gr