Τι πρέπει να προσέξουν οι καταθέτες
Σε υψηλά επίπεδα εξακολουθούν να κινούνται τα επιτόκια καταθέσεων στην Ελλάδα, σε σχέση με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε ήδη η σταδιακή τους αποκλιμάκωση. Δίνοντας τις τάσεις της αγοράς ο Γεράσιμος Ζαχαράτος, διευθυντής Liability Products Retail - Personal Banking, Deposits & Investments της τράπεζας Marfin Egnatia Bank, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «το τέλος του πρώτου εξαμήνου βρήκε το τραπεζικό σύστημα να δίνει επιτόκια ακόμα και πάνω από 5,50%, διαμορφώνοντας έτσι για τον Ιούνιο ένα μέσο επιτόκιο νέων καταθέσεων διάρκειας έως ενός έτους, ύψους 3,61%».
«Το συγκεκριμένο επιτόκιο είναι μακράν μεγαλύτερο από αυτό της ευρωζώνης, το οποίο άγγιξε σε ποσοστό το 2,02%», προσέθεσε.
«Ακόμα και σήμερα, όμως, τα προσφερόμενα επιτόκια παραμένουν σε υψηλά επίπεδα από ένα μεγάλο αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων, δίνοντας αποδόσεις που ξεπερνούν το 5%. Παρ' όλα αυτά, οι μεγάλες τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης και της Marfin Egnatia Bank, από τις αρχές Ιουλίου, καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες συγκράτησης των επιτοκίων τους σε επίπεδα κοντά στο 3,5%», ανέφερε.
Στο ίδιο μήκος κύματος η Έλενα Καρβούνη, διευθύντρια Ανάπτυξης Προϊόντων της Millennium Bank, αναφέρει ότι «είναι αναμενόμενο σε περιόδους κρίσης, οι τράπεζες να προσπαθούν να θωρακιστούν αυξάνοντας τους δείκτες ρευστότητάς τους. Ο κύριος τρόπος επίτευξης αυτού του σκοπού, που αποδίδει άμεσα αποτελέσματα, είναι η άντληση νέων κεφαλαίων μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Εύλογο είναι, επομένως, να παρατηρείται έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των ελληνικών τραπεζών, τους τελευταίους μήνες, στον τομέα αυτό».
«Ενδεικτικό είναι ότι είδαμε και επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων που έφτασαν τα επίπεδα του 6% και 6.5% ιδιαίτερα κατά την περίοδο όπου η παραφιλολογία σχετικά με την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ "έσπρωξε" αρκετές καταθέσεις εκτός των συνόρων της χώρας. Παρ' όλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι τις τελευταίες βδομάδες παρατηρούνται εναρμονισμένες προσπάθειες από τις περισσότερες τράπεζες της χώρας για να μειωθούν τα επιτόκια καταθέσεων ακολουθώντας έτσι τις
παραινέσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος», τονίζει.
Δεν είναι μόνο το επιτόκιο κριτήριο επιλογής
Είναι όμως το επιτόκιο και η συνολική απόδοση το μοναδικό κριτήριο επιλογής ενός καταθετικού προϊόντος; Όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός καταναλωτών δεν επιλέγει πλέον ένα καταθετικό προϊόν με αποκλειστικό κριτήριο το προσφερόμενο επιτόκιο, που εξακολουθεί πάντως να αποτελεί το βασικό κριτήριο.
Όπως ενδεικτικά αναφέρει ο κ. Ζαχαράτος, αξιολογούν και άλλες πτυχές του προϊόντος όπως τη διάρκεια της κατάθεσης και τη συχνότητα εκτοκισμού, την ευελιξία που παρέχει σε περίπτωση ανάγκης για πρόωρη λήξη, τα έξοδα και τις ποινές που ενδεχομένως χρεώνονται, τις έξτρα παροχές που πιθανώς προσφέρει πέραν του επιτοκίου, καθώς και το όνομα και την ασφάλεια που εμπνέει το τραπεζικό ίδρυμα που προσφέρει το προϊόν.
«Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι μέσα σε αυτό το χρηματοοικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί, οι καταναλωτές θα πρέπει να αισθάνονται ασφαλείς για τις καταθέσεις που διατηρούν στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα. Πέραν του Ταμείου Εγγύησης καταθέσεων που διασφαλίζει 100.000 ευρώ ανά πελάτη ανά τράπεζα, οι καταθέτες δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι υγιές και έχει πρόσφατα περάσει όλες τις δοκιμασίες που το αποδεικνύουν», αναφέρει ο κ. Ζαχαράτος.
Επίσης, σύμφωνα με την κ. Καρβούνη, αρκετά σημαντικό στοιχείο για τους πελάτες, στη διαδικασία επιλογής του καταθετικών προϊόντων και λογαριασμών, αποτελεί η ύπαρξη εναλλακτικών δικτύων της τράπεζας που θα επιλέξουν. Η προσβασιμότητα στους λογαριασμούς από όπου και αν βρίσκονται αποτελεί πλέον καθημερινότητα για τον χρήστη του Διαδικτύου και κάθε τράπεζα πρέπει να «συμμορφωθεί» με τις νέες αυτές απαιτήσεις.
Μισθοδοτικοί λογαριασμοί και νέα «σύνθετα» τραπεζικά προϊόντα
Όπως, επίσης, επισημαίνουν τραπεζίτες σε αναφορές τους για τις αποδόσεις στον τομέα των καταθέσεων, ικανοποιητικές αποδόσεις αλλά και ελκυστικά προνόμια προσφέρουν και οι μισθοδοτικοί καταθετικοί λογαριασμοί που διατηρούν χιλιάδες συναλλασσόμενοι.
Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι μόνον τα υψηλότερα επιτόκια από απλούς καταθετικούς λογαριασμούς που απολαμβάνουν οι δικαιούχοι, αλλά και μια σειρά άλλων προνομίων, όπως έκδοση πιστωτικής κάρτας χωρίς ετήσια συνδρομή (το κόστος της συνδρομής δεν είναι διόλου αμελητέο, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά και τα 50 ευρώ), χαμηλότερα από τα ισχύοντα
επιτόκια στην καταναλωτική και στεγαστική πίστη, δωρεάν τραπεζική θυρίδα, δικαίωμα υπερανάληψης κ.λπ.
Με τη σταδιακή, όμως, αποκλιμάκωση των επιτοκίων καταθέσεων για προκαθορισμένη χρονική περίοδο, οι τράπεζες σχεδιάζουν νέα προϊόντα και εκτιμάται ότι θα δώσουν έμφαση μεταξύ άλλων και στην περαιτέρω προώθηση πιο «σύνθετων» προϊόντων που εξασφαλίζουν για τους καταθέτες υψηλή απόδοση, αλλά υπό προϋποθέσεις.
Πρόκειται για τα σύνθετα καταθετικά-επενδυτικά προϊόντα, οι αποδόσεις των οποίων για ένα ποσοστό της συνολικής επένδυσης είναι ελκυστικές, ως και τετραπλάσιες σε σύγκριση με τα μέσα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, αλλά ταυτοχρόνως ενέχουν το ρίσκο της απώλειας μέρους του αρχικού κεφαλαίου.
Και αυτό διότι τα χρήματα του καταθέτη κατανέμονται μεταξύ μιας προθεσμιακής κατάθεσης μικρής διάρκειας με υψηλό επιτόκιο και αμοιβαίων κεφαλαίων. Ο καταθέτης έχει μηδενικό κίνδυνο και εξασφαλισμένη απόδοση για ένα μέρος του κεφαλαίου του, συνήθως για το μισό, αλλά το υπόλοιπο εκτίθεται στους κινδύνους των αγορών μέσω των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων που υποχρεωτικά αγοράζει.
Στα προϊόντα αυτά υπάρχει δυνατότητα επιλογής του είδους του αμοιβαίου κεφαλαίου - ομολογιακό, μικτό, μετοχικό- στο οποίο θα επενδυθεί ένα μέρος του κεφαλαίου, ώστε η επένδυση των χρημάτων του να ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο στο προφίλ του καταθέτη. Όσο μεγαλύτερο είναι το ρίσκο που αναλαμβάνεται μέσω των αμοιβαίων κεφαλαίων και όσο πιο υψηλό είναι το ποσοστό του αρχικού κεφαλαίου που επενδύεται σε αυτά τόσο καλύτερη θα είναι η απόδοση της προθεσμιακής κατάθεσης.
ta nea