Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί άνθρωποι, η ίριδα του
ματιού δεν παραμένει η ίδια, αλλά αλλάζει όσο μεγαλώνει κανείς, πράγμα που
δημιουργεί σημαντικό ζήτημα αξιοπιστίας για τα σχετικά βιομετρικά συστήματα
ασφαλείας, τα οποία βασίζονται στην ανάλυση της ίριδας.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι η αναγνώριση των ανθρώπων από τα μάτια τους δεν είναι τόσο πολύ αξιόπιστη τεχνική όσο πιστεύουν οι κυβερνήσεις και το ευρύ κοινό.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Νοτρ Νταμ στην Ιντιάνα, με επικεφαλής τον καθηγητή της επιστήμης των υπολογιστών Κέβιν Μπόουγιερ, σύμφωνα με το περιοδικό "Nature", μελέτησαν την αξιοπιστία του εμπορικού λογισμικού που χρησιμοποιείται για τη βιομετρική αναγνώριση της ίριδας.
Γι’ αυτό σκοπό συνέκριναν πάνω από 20.000 διαφορετικές εικόνες 644 ιρίδων, δηλαδή σε κάθε ίριδα του ίδιου ανθρώπου αντιστοιχούσαν πολλές εικόνες που είχαν ληφθεί σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα με απόσταση ενός μήνα έως τριών ετών.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι, λόγω των αλλαγών στην ίριδα εξαιτίας της γήρανσης του ματιού, το βιομετρικό λογισμικό εμφάνισε αυξανόμενη ανικανότητα αναγνώρισης ότι δύο εικόνες αφορούσαν το ίδιο πρόσωπο. Όταν μάλιστα οι δύο εικόνες της ίριδας είχαν ληφθεί με χρονική διαφορά τριών ετών, τότε το ποσοστό αποτυχίας αναγνώρισης αυξανόταν κατά 153%.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το βιομετρικό μηχάνημα δεν αναγνωρίζει ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο με αυτό την ίριδα του οποίου έχει ήδη καταχωρημένη στη βάση δεδομένων του.
Με δεδομένο ότι τέτοια συστήματα ταυτοποίησης χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερα σε διάφορους ελέγχους, όπως στα σύνορα μεταξύ κρατών (Βρετανία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κ.α.), η αυξημένη πιθανότητα λάθους κατά την ταυτοποίηση του προσώπου μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Το λιγότερο που μπορεί να συμβεί, είναι να οδηγήσει σε καθυστέρηση στην είσοδο ενός ατόμου σε μια χώρα, ενώ στη χειρότερη σημαίνει ότι οι άνθρωποι (μεταξύ των οποίων και παράνομοι) θα μπορούν να ξεγλιστρούν από τους συνοριακούς και άλλους ελέγχους των αρχών ασφαλείας.
Όλα τα συστήματα αναγνώρισης της ίριδας εξ αρχής θεωρούν ως δεδομένο ένα μικρό ποσοστό λάθους, όμως η νέα μελέτη δείχνει ότι οι αλλαγές στις ίριδες είναι σοβαρότερες από ό,τι είχε θεωρηθεί ως τώρα και το ποσοστό λάθους αυξάνει διαχρονικά.
Συνεπώς και το ποσοστό αποτυχίας των βιομετρικών συστημάτων ελέγχου είναι μεγαλύτερο σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις.
Το ποσοστό αυτό, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, στην πραγματικότητα αυξάνεται σε 2,5 ανά 2 εκατ. ίριδες.
Αν και αυτό το μέσο ποσοστό παραμένει χαμηλό, φαίνεται να αυξάνει σωρευτικά με το πέρασμα του χρόνου. Όπως δήλωσε ο Μπόουγιερ, «ίσως μετά από ένα ή δύο χρόνια να μην προσέξει κανείς πραγματικά το πρόβλημα, όμως μετά από πέντε ή δέκα χρόνια αυτό μπορεί να γίνει τεράστιο».
Δεν φαίνεται πάντως να πείθονται όλοι οι επιστήμονες ότι η γήρανση της ίριδας και οι συνακόλουθες αλλοιώσεις της όντως αποτελούν σοβαρό πρόβλημα για τη βιομετρική αναγνώριση. Ορισμένοι, από την άλλη, επισημαίνουν ότι, αν αναδεικνύει κάτι η νέα έρευνα, είναι πως οι βάσεις δεδομένων που περιέχουν τις ίριδες των ματιών, θα πρέπει να ανανεώνονται περιοδικά.
Σύμφωνα με την Μπόουγιερ, ακόμα καλύτερη λύση θα ήταν η ανάπτυξη ειδικών αλγόριθμων στο βιομετρικό λογισμικό, που θα λαμβάνουν υπόψη τη διαχρονική αλλαγή της ίριδας, κάτι που ήδη γίνεται όσον αφορά το αντίστοιχο βιομετρικό λογισμικό της αναγνώρισης προσώπων.
Πηγή: ΑΜΠΕ
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι η αναγνώριση των ανθρώπων από τα μάτια τους δεν είναι τόσο πολύ αξιόπιστη τεχνική όσο πιστεύουν οι κυβερνήσεις και το ευρύ κοινό.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Νοτρ Νταμ στην Ιντιάνα, με επικεφαλής τον καθηγητή της επιστήμης των υπολογιστών Κέβιν Μπόουγιερ, σύμφωνα με το περιοδικό "Nature", μελέτησαν την αξιοπιστία του εμπορικού λογισμικού που χρησιμοποιείται για τη βιομετρική αναγνώριση της ίριδας.
Γι’ αυτό σκοπό συνέκριναν πάνω από 20.000 διαφορετικές εικόνες 644 ιρίδων, δηλαδή σε κάθε ίριδα του ίδιου ανθρώπου αντιστοιχούσαν πολλές εικόνες που είχαν ληφθεί σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα με απόσταση ενός μήνα έως τριών ετών.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι, λόγω των αλλαγών στην ίριδα εξαιτίας της γήρανσης του ματιού, το βιομετρικό λογισμικό εμφάνισε αυξανόμενη ανικανότητα αναγνώρισης ότι δύο εικόνες αφορούσαν το ίδιο πρόσωπο. Όταν μάλιστα οι δύο εικόνες της ίριδας είχαν ληφθεί με χρονική διαφορά τριών ετών, τότε το ποσοστό αποτυχίας αναγνώρισης αυξανόταν κατά 153%.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το βιομετρικό μηχάνημα δεν αναγνωρίζει ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο με αυτό την ίριδα του οποίου έχει ήδη καταχωρημένη στη βάση δεδομένων του.
Με δεδομένο ότι τέτοια συστήματα ταυτοποίησης χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερα σε διάφορους ελέγχους, όπως στα σύνορα μεταξύ κρατών (Βρετανία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κ.α.), η αυξημένη πιθανότητα λάθους κατά την ταυτοποίηση του προσώπου μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Το λιγότερο που μπορεί να συμβεί, είναι να οδηγήσει σε καθυστέρηση στην είσοδο ενός ατόμου σε μια χώρα, ενώ στη χειρότερη σημαίνει ότι οι άνθρωποι (μεταξύ των οποίων και παράνομοι) θα μπορούν να ξεγλιστρούν από τους συνοριακούς και άλλους ελέγχους των αρχών ασφαλείας.
Όλα τα συστήματα αναγνώρισης της ίριδας εξ αρχής θεωρούν ως δεδομένο ένα μικρό ποσοστό λάθους, όμως η νέα μελέτη δείχνει ότι οι αλλαγές στις ίριδες είναι σοβαρότερες από ό,τι είχε θεωρηθεί ως τώρα και το ποσοστό λάθους αυξάνει διαχρονικά.
Συνεπώς και το ποσοστό αποτυχίας των βιομετρικών συστημάτων ελέγχου είναι μεγαλύτερο σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις.
Η πιθανότητα το βιομετρικό λογισμικό να
ταιριάξει κατά λάθος τις ίριδες δύο διαφορετικών ανθρώπων, είναι περίπου μία ανά
δύο εκατομμύρια ίριδες.
Το ποσοστό αυτό, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, στην πραγματικότητα αυξάνεται σε 2,5 ανά 2 εκατ. ίριδες.
Αν και αυτό το μέσο ποσοστό παραμένει χαμηλό, φαίνεται να αυξάνει σωρευτικά με το πέρασμα του χρόνου. Όπως δήλωσε ο Μπόουγιερ, «ίσως μετά από ένα ή δύο χρόνια να μην προσέξει κανείς πραγματικά το πρόβλημα, όμως μετά από πέντε ή δέκα χρόνια αυτό μπορεί να γίνει τεράστιο».
Δεν φαίνεται πάντως να πείθονται όλοι οι επιστήμονες ότι η γήρανση της ίριδας και οι συνακόλουθες αλλοιώσεις της όντως αποτελούν σοβαρό πρόβλημα για τη βιομετρική αναγνώριση. Ορισμένοι, από την άλλη, επισημαίνουν ότι, αν αναδεικνύει κάτι η νέα έρευνα, είναι πως οι βάσεις δεδομένων που περιέχουν τις ίριδες των ματιών, θα πρέπει να ανανεώνονται περιοδικά.
Σύμφωνα με την Μπόουγιερ, ακόμα καλύτερη λύση θα ήταν η ανάπτυξη ειδικών αλγόριθμων στο βιομετρικό λογισμικό, που θα λαμβάνουν υπόψη τη διαχρονική αλλαγή της ίριδας, κάτι που ήδη γίνεται όσον αφορά το αντίστοιχο βιομετρικό λογισμικό της αναγνώρισης προσώπων.
Πηγή: ΑΜΠΕ