Και τρίχορδος και τετράχορδος. Και Έλληνας και κοσμοπολίτης. Ο σολίστας του μπουζουκιού Γιάννης Σταματίου (Σπόρος) «έφυγε» χθες αφήνοντας μια μεγάλη παρακαταθήκη για το Λαϊκό Τραγούδι όπου πρωταγωνίστησε για παραπάνω από 55 χρόνια. Εμβληματική φιγούρα. Δεξιοτέχνης του μπουζουκιού με ιστορικές εισαγωγές και ταξίμια και πρωτοποριακούς πειραματισμούς. Μουσικός που άφησε την δική του σφραγίδα στο λαϊκό τραγούδι (έγινε και εξώφυλλο στο Time το 1963). Ο Γιάννης Σταματίου ή Σπόρος (όπως τον βάφτισε ο Μανώλης Χιώτης αφού ήταν παιδάκι με καπέλο με κουκουβάγια όταν πρωτόπιασε το μπουζούκι) άφησε την τελευταία του πνοή χθες στο Λαϊκό Νοσοκομείο στα 76 του χρόνια μετά από τρίμηνη ταλαιπωρία με την υγεία του (είχε εισαχθεί τον Οκτώβριο μετά από πνευμονικό οίδημα).
Η εμπλοκή του με την μουσική ξεκίνησε 12-13 ετών όταν πρωτογνώρισε τον Άκη Πάνου και τον αδελφό του Βαγγέλη, τους Δημήτρη και Σπύρο Ευσταθίου αλλά και τον έτερο σπουδαίο Στέλιο Μακριδάκη και πρωτοδοκίμασε τα δάχτυλά του πάνω στο όργανο στις ταβέρνες της Καλλιθέας, του Κουκακίου και του Μπραχαμίου.
Πρωτοανέβηκε στο πάλκο του κέντρου «Νίκη» και αμέσως έπαιξε και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού (Βαμβακάρης, Καζαντζίδης, Τζουανάκος, Τατασόπουλος, Τσιτσάνης, Χιώτης, Νίνου, Μπέμπης κ.α.) και ως μόνιμος εκτελεστής σε Columbia και Odeon απ’ το 1952.
Το πρώτο τραγούδι που έπαιξε ήταν το «Μα είναι και Θεός» του Σταύρου Τζουανάκου, γρήγορα συνδέθηκε ως εκτελεστικό ντουέτο με τον αχώριστο φίλο του και συνθέτη Γιάννη Τατασόπουλο και έπαιξε εμβληματικές εισαγωγές και σόλα για αθάνατες επιτυχίες όπως «Έλα Σήκω Χόρεψε το», «Μαχαραγιάς», «Κλείσαν οι πόρτες οι βαριές» κ.α. «Πατέρας και δάσκαλος, αποτελούσε παράδειγμα καλλιτέχνη όχι μόνο για την μοναδική του δεξιοτεχνία αλλά και την φαντασία του και την αξιοπρέπειά του», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο γιος του Γιάννη Τατασόπουλου και σπουδαίος σολίστας Νίκος.
Σημείο αναφοράς για τον κόσμο του μπουζουκιού είναι το παίξιμο του στο «Άσπρο Πουκάμισο Φορώ» του Βασίλη Τσιτσάνη.
Στα τέλη του 1957 ο Σπόρος –όπως και άλλοι σημαντικοί μπουζουξήδες-μετανάστευσε στην Αμερική, αρχικά στο Σικάγο όπου έπαιξε σε κέντρα (Πάνθεον, Athenian Garden) και στην συνέχεια μετακόμισε στο Χόλιγουντ όπου τον άκουσε ο Χαράτς Γιακούμπιαν, το πρώτο βιολί της κινηματογραφικής Paramount και έφτιαξαν μαζί μια απ’ τις πρώτες ορχήστρες διεθνούς μουσικής ενώ στις πρόβες τους έρχονταν να ακούσουν οι Ρόμπερτ Μίτσαμ, Κέρκ Ντάγκλας, Ντιμίτρι Τιόμκιν κ.α.
Εργάστηκε σε Λας Βέγκας, Σαν Φρανσίσκο, Καλιφόρνια, Πουέρτο Ρίκο (και με τον ντράμερ του Ελβις, Μπόμπ Μόρις). Πρόβες του άκουσαν ο Έλβις, ο Σινάτρα και ο Νατ Κινγκ Κόουλ ενώ στο Broadway Theatre o Ρέι Τσαρλς τον φιλοξένησε στο δικό του καμαρίνι και άγγιζε με δέος τα χρυσά του χέρια.
Μετά από ένα ατελείωτο πηγαινέλα σε Ελλάδα-Αμερική (52 αυτοκίνητα είχε αλλάξει στις ΗΠΑ έλεγε), επέστρεψε οριστικά το 1979 και μέχρι το 1995 συνεργάστηκε με τον αφρό των τραγουδιστών (Μπιθικώτσης, Λύδια, Βοσκόπουλος, Διονυσίου, Πόλυ Πάνου, Μαρινέλα, Λίντα κ.α.) σε κέντρα, περιοδείες και δισκογραφία.
Τη δεκαετία του ‘90 εμφανιζόταν στην ταβέρνα του Μανωλιά στον Κολωνό με την γυναίκα του και τραγουδίστρια Βούλα ενώ τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Αφήνει πίσω δεκάδες ηχογραφήσεις και δύο ολοκληρωμένες δουλειές με δικούς του αυτοσχεδιασμούς.
«Ηταν μεγάλος δεξιοτέχνης, στο στυλ Χιώτη. Το 1969 συνεργαστήκαμε για το τραγούδι της Μαρινέλας “Απόψε Χάνω μια Ψυχή” του Γιώργου Κατσαρού. Τρόμαξα απ’ την ιδιαιτερότητα της πένας του», σημειώνει στα ΝΕΑ συγκινημένος ο σολίστας Θανάσης Πολυκανδριώτης.
ta nea